προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… … Dictionary of Greek
προσόδιον — προσόδιος processional masc/fem acc sg προσόδιος processional neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδίοις — προσόδιος processional masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδίου — προσόδιος processional masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδίων — προσόδιος processional masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδίῳ — προσόδιος processional masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδια — προσόδιος processional neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοδιακός — ή, όν, Α [προσόδιος] 1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.) 2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ υυ υυ . β) «προσοδιακὸς ρυθμός» ο μετρικός χρόνος τών… … Dictionary of Greek