προσόδιος

προσόδιος
προσόδιος, ον,
A processional,

ὕμνοι Ph.2.484

;

μέλος π. καὶ πομπικόν Plu.Aem.33

;

π. ᾆσμα Paus.4.4.1

: hence προσόδιον (sc. μέλος), τό, processional ode, Ar.Av.853 (lyr.), IG7.1773.6 (Thespiae, ii A.D.), Ath.6.253b;

παιὰν καὶ π. εἰς τὸν θεόν SIG698

C1 (Delph., ii B.C.,= Limen. tit.); [dialect] Dor. [full] ποθόδιον ib.450.5 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσόδιος — ον, και δωρ. τ. ουδ. ποθόδιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσοδο, στην πανηγυρική πομπή, ο τελετουργικός («ὕμνοι προσόδιοι», Φίλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσόδιον ή ποθόδιον (ενν. μέλος) άσμα που έψαλλαν με ρυθμικές κινήσεις και με… …   Dictionary of Greek

  • προσόδιον — προσόδιος processional masc/fem acc sg προσόδιος processional neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίοις — προσόδιος processional masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίου — προσόδιος processional masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίων — προσόδιος processional masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδίῳ — προσόδιος processional masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσόδια — προσόδιος processional neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσοδιακός — ή, όν, Α [προσόδιος] 1. τελετουργικός, προσόδιος* («προσοδιακοὶ χοροὶ», Δημοχ.) 2. φρ. α) «προσοδιακὸν μέτρον» η αναπαιστική τριποδία που χρησιμοποιείται στα προσόδια, δηλ. η μετρική μορφή υυ υυ υυ . β) «προσοδιακὸς ρυθμός» ο μετρικός χρόνος τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”